στεφανίου

στεφανίου
στεφάνιον
gratuity
neut gen sg
στεφανίας
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκπεταννύω — ἐκπεταννύω και ἐκπετάννυμι (AM) I. 1. (για φτερά πουλιού, πανιά πλοίου κ.λπ.) απλώνω, ανοίγω 2. (για πανιά πλοίου) ανοίγω πανιά πλοίου για να αποπλεύσει αρχ. 1. (για δίχτυ) απλώνω, ρίχνω 2. προβάλλω προς τα έξω 3. φρ. «στέφος ἐξεπέτασσε» σκόρπισε …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • παπαλήθρα — ἡ, Μ 1. θύσανος τριχών σε σχήμα στεφανιού που μένουν στην κορυφή τού κεφαλιού μετά την κουρά τών ιερωμένων 2. το κουρεμένο μέρος τού κεφαλιού τών φραγκοπαπάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λατ. papalis «παπικός» + κατάλ. ήθρα (πρβλ. γαλλ. papal e)] …   Dictionary of Greek

  • προμετωπίδιος — α, ο / προμετωπίδιος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται μπροστά ή πάνω στο μέτωπο («προμετωπίδιοι τρίχες», Φίλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το προμετωπίδιο δερμάτινο λουρί τού χαλινού που προσαρμόζεται στο μέτωπο τού ζώου αρχ. το ουδ. ως ουσ. α) το πρόσθιο …   Dictionary of Greek

  • χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… …   Dictionary of Greek

  • Ασπροποτάμου, κοινότητα — Νέα κοινότητα (1.404 κάτ.) του νομού Τρικάλων, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ανθούσης, Καλλιρρόης, Καταφύτου, Κρανέας, Πολυθέας, Στεφανίου και Χαλικίου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Καρπενησίου, δήμος — Δήμος (9.390 κάτ.) και έδρα του νομού Ευρυτανίας που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Βλαχέρνας, Αγίου Ανδρέα, Αγίου Νικολάου, Βουτύρου, Καλεσμένου,… …   Dictionary of Greek

  • Κορίνθου, Σικυώνος, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα την Κόρινθο. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 165 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 166 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί οι αρχιερατικές επιτροπείες Κορίνθου, Σικυώνος, Βόχας,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”